- εὔληπτον
- εὔληπτοςeasily taken hold ofmasc/fem acc sgεὔληπτοςeasily taken hold ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благоскърбьнъ — (1*) пр. Скорбящий о благе: тако бо оубо двосѣ˫ателна вѣщь нѣка˫а бл҃гаго чл҃вч(с)каго естьства. ˫ако же се путемъ нѣкто шеству˫а теки ѡ(т) нѣкихъ ||=же приложении злы(х) бл҃госкорбенъ. и низънесомъ зѣло. (εὔληπτον!) ФСт XIV, 141 142 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… … Dictionary of Greek